Bookmarks

    Η προπονήτρια Άννα Γερασίμου, μία από τις καλύτερες τενίστριες που έχει αναδείξει η Ελλάδα, μιλά στο «ΦΩΣ» για την πορεία της στο άθλημα.

     

    Το κοντέρ της καριέρας της έχει γράψει αμέτρητα χιλιόμετρα, καθώς η Άννα Γερασίμου αποτελεί αδιαμφισβήτητα μία από τις κορυφαίες τενίστριες που έχει βγάλει αυτός ο τόπος. Με έξι πανελλήνια πρωταθλήματα στο παλμαρέ της, τίτλους από το εξωτερικό και άλλες τόσες διακρίσεις, η πρωταθλήτρια με καταγωγή από την Καβάλα ανήκει δικαιωματικά στο πάνθεον του αθλήματος.

    Ωστόσο, όπως μας εξιστορεί η ίδια, ο δρόμος προς την επιτυχία δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, αφού έπεσε και εκείνη «θύμα» της ελλιπούς στήριξης που υπάρχει στον χώρο του ερασιτεχνικού αθλητισμού.

    Παρ’ όλα αυτά έβρισκε πάντα τρόπους να ξεπεράσει τα εμπόδια που της παρουσιάζονταν βγαίνοντας συνεχώς πιο δυνατή.

    Άλλωστε αυτό φαίνεται και από όλη την πορεία της που την οδήγησε μεταξύ άλλων μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008, αγωνιζόμενη στο πλάι της Λένας Δανιηλίδου, φτάνοντας παράλληλα έως τις 200 καλύτερες τενίστριες παγκοσμίως.

    Μέσα σε όλα αυτά κατάφερε να σπουδάσει παιδαγωγικά και πλέον απολαμβάνει το αγαπημένο άθλημά της από διαφορετική οπτική γωνία, αυτή της προπονήτριας, μιας και μεταλαμπαδεύει τις γνώσεις της στα νέα ταλέντα του ελληνικού τένις, τα οποία ίσως να ακολουθήσουν κάποια στιγμή τον δρόμο που χάραξε η ίδια.

    Πες μου πώς βίωσες το θέμα της καραντίνας;

    «Οι πρώτες τρεις εβδομάδες ήταν καλές, γιατί πρόλαβα και ξεκουράστηκα, διάβασα βιβλία, είδα σειρές. Μετά τον πρώτο μήνα όμως ~και καθώς πλησίαζε το Πάσχα~ ήταν πολύ δύσκολα, ειδικά όταν μένεις σπίτι, ενώ η δουλειά σου είναι έξω. Ζορίστηκα αρκετά».

    Πόσο πιστεύεις πως επηρεάστηκε το τένις από την πανδημία;

    «Πάρα πολύ, γιατί εάν δεν έχεις καθημερινή επαφή μετά είναι δύσκολο να βρεις τον ρυθμό σου, τις αποστάσεις σου, τις ανάσες σου. Για παράδειγμα, με τους δικούς μου αθλητές δυσκολευτήκαμε στην αρχή, αλλά έπειτα από τρεις-τέσσερις μέρες πήγαινε όλο και καλύτερα».

    Σε μία τέτοια κατάσταση τι κάνει ένας τενίστας για να μείνει σε φόρμα;

    «Μπορείς να κάνεις γυμναστική είτε είσαι μέσα είτε έξω όπου μπορείς και να τρέξεις, τουλάχιστον να κρατήσεις το σώμα σου σε μία αξιοπρεπή κατάσταση και φυσικά να προσέχεις τη διατροφή σου».

    Ας μιλήσουμε για την καριέρα σου. Πότε πρωτοξεκίνησες το τένις;

    «Ξεκίνησα από την Α’ Δημοτικού, αλλά ήθελα από νωρίτερα, πράγμα δύσκολο γιατί ήμουν αρκετά μικρή».

    Πώς και επέλεξες αυτό το άθλημα, είχες κάποιο ερέθισμα;

    «Όχι, δεν είχα κανένα ερέθισμα, ήταν δική μου επιλογή γιατί έβλεπα και στο αθλητικό κέντρο της Καλαμίτσας, στην Καβάλα, που έπαιζαν και μου άρεσε. Φαντάσου ο μπαμπάς μου ήθελε να με γράψει στην πισίνα και λίγο πριν μπούμε του είπα πως δεν θέλω με τίποτα και έτσι πήγαμε στο τένις».

    Πότε ξεκίνησες να καταλαβαίνεις ότι είσαι ταλέντο;

    «Ξεκίνησα κανονικά, όπως όλα τα παιδιά, έπαιζα δύο φορές την εβδομάδα και έκανα ό,τι μου έλεγαν οι προπονητές μου. Μετά αυτό γινόταν κάθε μέρα και στην πορεία μάς πρότειναν να παίξουμε σε αγώνες. Οι πρώτοι αγώνες ήταν στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα για το Πανελλήνιο, χωρίς όμως να ξέρουμε ακριβώς τη σημασία τους. Πήγα φαντάσου με μία τσάντα και μία αλλαξιά να παίξω και τελικά έφτασα μέχρι τον τελικό, όπου βγήκα δεύτερη».

    Ποια ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από τις προσπάθειές σου;

    «Η οικογένειά μου, γιατί με στηρίζει ψυχολογικά. Ακόμα και ο πατέρας μου άφηνε τη δουλειά του για να με πηγαίνει στους αγώνες και να με πηγαινοφέρνει στις προπονήσεις μέσα στο κρύο ~κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Χωρίς όλα αυτά δεν μπορείς να ξεκινήσεις. Από εκεί και πέρα οι προπονητές που είχα με βοήθησαν όλοι λίγο-πολύ ο καθένας».

    Πότε έλαβες μέρος σε τουρνουά του εξωτερικού;

    «Πρώτη φορά έπαιξα σε ένα καμπ στα 12, αλλά το πρώτο μου ουσιαστικά τουρνουά ήταν στην Αυστρία στα 14, όπου βγήκα πρώτη. Εκεί κατάλαβα ότι μπορώ να κάτω κάτι και στο εξωτερικό, οπότε σιγά σιγά αγωνιζόμουν και σε άλλα».

    Σε ποια ηλικία άρχισες να γίνεσαι γνωστή στο ελληνικό κοινό;

    «Ουσιαστικά από τα 16 μου, που ήμουν τρίτη στην Ευρώπη, εκεί άρχισαν να με πιστεύουν και να με θεωρούν ανερχόμενη, πίσω από τη Δανιηλίδου που τότε ήταν πολύ ψηλά στην παγκόσμια κατάταξη».

    Πρέπει να ήταν αρκετά δύσκολο να μπαίνεις στα βαθιά από τόσο μικρή…

    «Πολύ… Και εδώ μπαίνει και το θέμα της μοναξιάς. Εάν δεν έχεις το μπάτζετ δεν μπορείς να έχεις και προπονητή, οπότε ταξίδευα μόνη μου στο εξωτερικό. Στην αρχή το έβλεπα σαν πρόκληση, αλλά κάποιες φορές έπαιρνα και κάποιον προπονητή γιατί χρειάζεται. Αλλά το να είσαι 25 εβδομάδες μόνη σου, όντως έχει αρκετές δυσκολίες».

    Στην Εθνική πότε μπήκες;

    «Το 2004, και έκτοτε μέχρι να τελειώσω την καριέρα μου. Μπορώ να πω ότι τα πήγαμε αρκετά καλά. Ήμασταν στη ζώνη 2 και πέσαμε στην 3, αλλά μετά ανεβήκαμε στην 1».

    Έπειτα από τέσσερα χρόνια, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008, πώς αισθάνθηκες;

    «Τότε είχα μία σταθερή πορεία, βρισκόμουν στο Νο 200 με 250 της παγκόσμιας κατάταξης και με κάλεσαν να παίξω στο διπλό με τη Δανιηλίδου, που την είχα αφίσα στο δωμάτιό μου μικρή. Εκεί αισθάνθηκα ένα δέος με τη χαρά μου να είναι ήδη μεγάλη από το κομμάτι της προετοιμασίας.

    Είχα την ευκαιρία να κάνω προπόνηση με τον Φέντερερ – ήμουν μέσα στο Ολυμπιακό Χωριό μαζί με καταξιωμένους αθλητές. Το μεγαλύτερο συναίσθημα όμως ήταν την ώρα της Τελετής Έναρξης. Ήταν τρομερή στιγμή, ειδικά για την Ελλάδα που μπαίνει πρώτη».

    Ποιες στιγμές έχεις κρατήσει από το κορυφαίο αθλητικό γεγονός;

    «Όλες τις στιγμές κρατάω, γιατί έβλεπες παντού τεράστιου βεληνεκούς αθλητές που αποτελούσαν πρότυπα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μία στιγμή με τον Ναδάλ, ο οποίος δεν έμεινε στο Ολυμπιακό Χωριό και ήρθε μία μέρα για να φάει. Όλοι οι αθλητές τού ζητούσαν να βγάλουν μία φωτογραφία, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μην κάτσει να φάει».

    Στο Πεκίνο μέχρι πού έφτασε η πορεία σας;

    «Φτάσαμε μέχρι τη φάση των 16, όπου εκεί χάσαμε από την Ελβετία στην οποία αγωνιζόταν η Σνάιντερ, που ήταν μέσα στις οκτώ πρώτες της κατάταξης».

    Ποιον αγώνα θα ήθελες να ξαναπαίξεις;

    «Σίγουρα αυτόν με τις Ελβετίδες, αλλά γενικότερα κάποιον που θα είχα χάσει, γιατί το χειρότερο είναι να μη σου βγει το παιχνίδι άσχετα εάν κερδίσεις ή χάσεις. Οπότε σίγουρα κάποιο στο οποίο θα είχα παίξει άσχημα και δεν θα το είχα ευχαριστηθεί καθόλου».

    Από νίκες ποιες ξεχωρίζεις;

    «Σίγουρα ξεχωρίζω τη νίκη κόντρα στην Γκέρμπερ, που στην πορεία έγινε Νο 1, και τη νίκη απέναντι στη Σουάρες Ναβάρο που και εκείνη με τη σειρά της μπήκε στην πρώτη δεκάδα της WTA. Αυτές είναι οι κυριότερες. Οι άλλες είναι με τη Χάλεπ (Νο 2 αυτήν τη στιγμή) και την Ιβάνοβιτς στα τζούνιορ».

    Θεωρείς πως εάν είχες μεγαλύτερη βοήθεια ή έφευγες στο εξωτερικό θα είχες μεγαλύτερη απήχηση;

    «Σίγουρα ναι, αλλά εγώ δεν ήθελα να φύγω από την Ελλάδα, έλεγα από εδώ θα τα καταφέρω – κάτι που ουσιαστικά ήταν λάθος, γιατί δεν γίνεται να παλεύεις με όλα. Για παράδειγμα, εάν δεν μου πλήρωνε τα εισιτήρια για το εξωτερικό η Ομοσπονδία, δεν θα μπορούσα να πάω.

    Σκέψου ότι πάλευα μόνη μου χωρίς χορηγούς και αναγκαζόμουν να κάνω προπονήσεις μέχρι το μεσημέρι, γιατί έμπαιναν μετά οι όμιλοι να κάνουν προπονήσεις και ουσιαστικά δεν υπήρχε ένα γήπεδο διαθέσιμο για να προπονούνται οι επαγγελματίες.

    Εάν μπορούσα να αλλάξω κάτι, τότε θα ήταν να πάρω έναν μάνατζερ για να με βοηθήσει σε αυτό το κομμάτι, το οποίο χρειαζόταν δημόσιες σχέσεις».

    Πότε ξεκίνησαν να μπαίνουν οι χορηγοί για τα καλά στο τένις;

    «Ξεκάθαρα από τη στιγμή που αναδείχθηκαν ο Τσιτσιπάς και η Σάκκαρη. Αυτό το βλέπω και τώρα ως προπονήτρια, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. Επίσης και ο κόσμος έχει αρχίσει να ασχολείται παραπάνω με το τένις. Δηλαδή βλέπεις αρκετούς να παρακολουθούν αγώνες, άσχετα εάν παίζει ο Τσιτσιπάς ή η Σάκκαρη».

    Μιας και αναφέρθηκες στα δύο παιδιά, μέχρι πού πιστεύεις ότι μπορούν να φτάσουν;

    «Νομίζω ότι η Σάκκαρη μπορεί να μπει στην οχτάδα. Τη γνωρίζω από μικρή και ξέρω πόσο πολύ το θέλει και πόσο προσπαθεί. Εύχομαι να το καταφέρει φέτος ή την επόμενη χρονιά. Όσον αφορά τον Τσιτσιπά, με την πορεία που έχει νομίζω ότι κάποια στιγμή θα πιάσει το Νο 1. Δεν ξέρω εάν θα υπάρχει ακόμα ο Φέντερερ, γιατί τώρα το επίπεδο είναι πολύ σκληρό, αλλά έχει όλα τα φόντα».

    Υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που πρέπει να βελτιώσουν;

    «Δεν θα έλεγα ότι πρέπει να βελτιώσουν κάτι συγκεκριμένο ιδιαίτερα. Αυτό που θα μπορούσε ίσως να προσέξει η Σάκκαρη είναι όταν θα έρθει η στιγμή της να την αρπάξει, γιατί σίγουρα θα της έρθει. Πρέπει να είναι έτοιμη, αν και νομίζω πως θα την πάρει, γιατί φαίνεται πεινασμένη».

    Έχεις ξεχωρίσει κάποιο νέο ταλέντο από την Ελλάδα;

    «Πέρσι στο Πανευρωπαϊκό και στην ηλικία των Κ14 βγήκε πρώτη η Λάκη από τη Λάρισα. Αυτό από μόνο του είναι ένα σημάδι και δείχνει ότι έχει την ποιότητα. Εύχομαι να μην έχει τραυματισμούς και να έχει διάρκεια, απαραίτητη για να ανεβαίνεις σκαλοπάτια. Τα πισωγυρίσματα κοστίζουν».

    Η γνώμη σου για το ενδεχόμενο ένωσης των δύο ομοσπονδιών;

    «Υπάρχει μία διάκριση που λέει ότι οι γυναίκες παίρνουν λιγότερα χρήματα από τους άντρες. Από την άλλη βέβαια θα ήταν δίκαιο να παίζουν οι γυναίκες όσα σετ παίζουν οι άντρες. Δηλαδή στα Γκραν Σλαμ δεν γίνεται οι γυναίκες να παίζουν δύο σετ, οι άντρες τρία και να παίρνουν τα ίδια χρήματα. Όμως σε όλους τους υπόλοιπους αγώνες υπάρχει μεγάλη διάκριση στις γυναίκες. Οπότε καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν αρκετά παράπονα από πλευράς γυναικών. Σίγουρα όμως μία ενδεχόμενη αλλαγή ίσως έκανε καλό».

    Ας πάμε στο κομμάτι της προπονητικής. Πόσο δύσκολο είναι για μία πρωταθλήτρια να αλλάζει πορεία και να γίνεται προπονήτρια;

    «Είναι και καλό και κακό. Το καλό είναι ότι είσαι δημοφιλής και οι όμιλοι θέλουν να έχουν αναγνωρισμένους προπονητές. Το κακό είναι ότι σε κριτικάρουν πιο σκληρά, αλλά για μένα έχει να κάνει το πόσο ασχολείσαι και αν πραγματικά βελτιώνεσαι. Στην αρχή ήταν δύσκολο να μεταφέρω στον αθλητή αυτό που εγώ θα έκανα χωρίς να μου το πει κάποιος. Αυτό ήταν ένα κομμάτι που με δυσκόλεψε, αλλά στην πορεία το βρήκα. Από την άλλη, εάν έχεις υπάρξει αθλητής είναι εύκολο να καταλάβεις πώς αισθάνεται ένα παιδί μέσα στο γήπεδο και έτσι τον βοηθάς από δύο πλευρές».

    Τώρα πόσα παιδιά έχεις υπό την επίβλεψή σου;

    «Έχω 13 παιδιά που βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο και ασχολούμαι καθημερινά μαζί τους. Πηγαίνουμε μαζί στους αγώνες, προσπαθώ να τους δώσω ένα βήμα παραπάνω, που είναι να αγωνιστούν στο εξωτερικό, με απώτερο στόχο να καταφέρουν, όσα παιδιά θέλουν, να πάνε σε ένα κολέγιο στην Αμερική».

    Τι προετοιμασία κάνει ένας τενίστας και αντίστοιχα ένας προπονητής;

    «Ως αθλητής και στο επίπεδο που έπαιξα εγώ είναι έξι ώρες προπόνηση στο γήπεδο και άλλες δύο στο γυμναστήριο. Ουσιαστικά έχεις ένα οκτάωρο γεμάτο. Ως προπονητής προετοιμάζεις το πλάνο σου για το τι θα δουλέψεις με το παιδί και από εκεί και πέρα είναι η ενημέρωση. Είναι πολύ σημαντικό να εξελίσσεσαι και να ενημερώνεσαι μέσα από κάποια σεμινάρια που διοργανώνει η Διεθνής Ομοσπονδία. Αλλά ως προπονητής τρέχεις ουσιαστικά πίσω από το παιδί. Πολλές φορές νιώθω μαζί τους πως είμαι και εγώ αθλήτρια».

    Έχεις διακρίνει πίεση από πλευράς γονιών;

    «Από ένα σημείο και μετά μπαίνει σε μία διαδικασία και ο γονιός να πιέσει αρκετές φορές το παιδί του, όχι όμως με σωστό τρόπο. Το κάνει δηλαδή για να κερδίσει το παιδί του και όχι για να προσπαθήσει, εκεί όμως πρέπει να επέμβει ο προπονητής, γιατί εκτός των άλλων δουλειά του είναι να μάθει και στον γονιό ότι είναι μία διαδρομή με νίκες και ήττες».

    Πλέον ποιοι είναι οι στόχοι σου;

    «Στόχος μου είναι να πετύχω τους προσωπικούς στόχους του καθενός, που διαφέρουν. Για παράδειγμα, δεν είναι προτεραιότητα όλων να πάνε στην Αμερική. Αλλά πιο υψηλός στόχος είναι να μπουν κάποιοι σε ένα καλό πανεπιστήμιο, γιατί παίζει και αυτό μεγάλο ρόλο».

    Comments are closed.